- ἀναπνοϊκός
- ἀνα-πνοϊκός, ή, όν,A affecting respiration,
νόσος Ptol.Tetr.87
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νόσος Ptol.Tetr.87
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αναπνοϊκός — ἀναπνοϊκός, ή, όν (Α) ο σχετικός με την αναπνοή, αυτός που επιδρά σ’ αυτήν … Dictionary of Greek
αναπνοιά — και ανεπνοιά, η (Α ἀνάπνοια) αναπνοή, εισπνοή και εκπνοή νεοελλ. 1. μικρή οπή στην κορυφή βαρελιού για την άντληση με τη στρόφιγγα τού υγρού που περιέχεται μέσα σ’ αυτό 2. η βαλβίδα τού φυσερού τού σιδηρουργού, η οποία με το ρεύμα τού αέρα… … Dictionary of Greek